- Ικεσίων
- ἹκεσίωνἹκέσιοςmasc gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἱκεσιῶν — ἱκεσία the prayer of a suppliant fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱκεσίων — Ἱκέσιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεσίων — ἱκέσιος of fem gen pl ἱκέσιος of masc/neut gen pl ἱκέσιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… … Dictionary of Greek